- ὑδρωπιῶδες
- ὑδρωπιώδηςlike dropsymasc/fem voc sgὑδρωπιώδηςlike dropsyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδρωπιώδης — ώδες, Α [ὕδρωψ, ωπος] 1. αυτός που παρουσιάζει τα συμπτώματα τής νόσου ύδρωπας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπιῶδες ο ύδρωπας … Dictionary of Greek